- συνεκλεγομαι
- συνεκλέγομαισυν-εκλέγομαιдосл. накоплять в себе, перен. приобретать
σ. φθόην Luc. — заболевать чахоткой
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σ. φθόην Luc. — заболевать чахоткой
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκλέγομαι — Α [ἐκλέγω] 1. εκλέγω κάτι μαζί με κάποιον 2. κολλώ, αρπάζω αρρώστια … Dictionary of Greek
συμψηφίζω — ΝΜΑ [ψηφίζω] λογαριάζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, κάνω συμψηφισμό, συνυπολογίζω («καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε», ΚΔ) νεοελλ. συγχωνεύω μια ποινή σε άλλη μεγαλύτερη, κάνω συμψηφισμό μσν. 1. ψηφίζω μαζί με κάποιον… … Dictionary of Greek